- ετοιμάζω
- (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος]1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ'», Ομ. Ιλ.)2. μέσ. ετοιμάζομαια) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμοςi. «ετοιμάζομαι για τις εξετάσεις»ii. (με τη σημ. τού ενεργ.) κάνω κάτι ή κάποιον έτοιμο («ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους», Ομ. Ιλ.)]3. παθ. ετοιμάζομαι από άλλον, γίνομαι έτοιμος από κάποιον («ἑτοιμασθήσεται ἐν δικαιοσύνῃ ὁ θρόνος σου», ΠΔ)μσν.- νεοελλ.1. καταρτίζω κάποιον, τόν δασκαλεύω («τόν ετοίμασα για να αντιμετωπίζει τη ζωή»)2. σχεδιάζω, έχω προγραμματίσει κάτι («τί ετοιμάζεις;»)μσν.(για τόπο ή χρόνο) προκαθορίζωαρχ.1. (για σπίτια) συγυρίζω, ευτρεπίζω («καὶ δῶμ' ἑτοίμαζ' ὡς συνοικήσουσά μοι», Ευρ.)2. (για πλοία) εξοπλίζω, αρματώνω3. κάνω κάτι στέρεο, ασφαλίζω («ὡς νῡν ἡτοίμασε κύριος τὴν βασιλείαν σου ἐπὶ Ἰσραήλ», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.